- ἐξώνησαι
- ἐξωνέομαιbuy offperf ind mp 2nd sgἐξωνέομαιbuy offaor imperat mp 2nd sgἐξωνέομαιbuy offaor imperat mid 2nd sgἐξωνέομαιbuy offaor imperat mp 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξωνούμαι — (AM ἐξωνοῡμαι, έομαι) εξαγοράζω, διαφθείρω με χρήματα αρχ. μσν. 1. αγοράζω («ἄπελθε καὶ ἐξώνησαι ἄρτους») 2. εξαγοράζω, απελευθερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ωνούμαι «αγοράζω»] … Dictionary of Greek